είσδυση

είσδυση
η
1. εισχώρηση, χώσιμο.
2. είσοδος σε κάτι κρυφά, τρύπωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • είσδυση — η (Α εἴσδυσις) το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου νεοελλ. φρ. «δοκιμές εισδύσεως» προσδιορισμός τής σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου τού βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός… …   Dictionary of Greek

  • εἰσδύσῃ — εἰσδύσηι , εἴσδυσις entrance fem dat sg (epic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor part act fem dat sg (attic epic ionic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor subj mid 2nd sg εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδώσμωση — η 1. η διείσδυση μιας υγράς ουσίας μέσα σε μια άλλη λόγω διαφοράς πιέσεως, διαπίδυση 2. φρ. «ενδώσμωση ηλεκτρική» η είσδυση φαρμακευτικών παραγόντων μέσα στο δέρμα με την επίδραση τού ηλεκτρισμού …   Dictionary of Greek

  • μπήξιμο — το [μπήγω] βίαιη εισαγωγή ενός αντικειμένου κάπου, χώσιμο, κάρφωμα, ορμητική είσδυση …   Dictionary of Greek

  • μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… …   Dictionary of Greek

  • νευροποίηση — η (ιστολ.) η αύξηση και είσδυση στο περιφερειακό κολόβωμα ενός νεύρου νέων αποφυάδων τού κεντρικού τμήματός του κατά τη διάρκεια τής επούλωσης …   Dictionary of Greek

  • προσκόμιση — η, Ν [προσκομίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκομίζω 2. μεταφορά σε έναν τόπο 3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η… …   Dictionary of Greek

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • εγκολεασμός — Η είσδυση τμήματος εντέρου μέσα στην παρακείμενη μοίρα του εντερικού αυλού. Ο ε. συμβαίνει συχνότερα στα βρέφη και συνήθως έχει φανερή αιτία, όπως το εκκόλπωμα του Μέκελ, ή έναν πολύποδα. Η κατάσταση αποκαθίσταται με χειρουργική επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • εισχώρηση — η η είσδυση, η είσοδος, το μπάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”